ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ….

| | Posted On

Stitched Panorama

To  χωριό Μάρμαρο βρίσκεται δυτικά στο νησί της Κέρκυρας ,18xιλ  απο τη πόλη ,είναι ενα παραδοσιακό χωριό κτισμένο στους πρόποδες λόφων και μπροστά του απλώνεται το λιβάδι του Ρόπα.Το χωριό, εντυπωσιάζει ωστόσο τον επισκέπτη με την ιδιαίτερη παραδοσιακή αρχιτεκτονική μορφή του. Δεν υπάρχει τουριστική ανάπτυξη εδώ, καθώς το Μάρμαρο είναι στραμμένο σχεδόν αποκλειστικά στο λιβάδι και τις καλλιέργειές του.   Όπως άλλωστε και τα άλλα αγροτικά χωριά των λόφων, ξέρει να γοητεύει με τη γραφικότητά του και την απλοϊκότητα του τρόπου ζωής των φιλόξενων κατοίκων.   Έχει πλούσια ιστορία που αρχίζει από τον 11ο-12ο αιώνα και τα μνημεία μαρτυρούν την διαχρονικότητα του.Μεσα από το χωριό περνά χείμαρρος και χωρίζει το χωριό στη μέση,που ενώνεται με ένα μεγάλης αρχιτεκτονικής  αξίας πέτρινο γεφύρι.Μάρμαρο27
Η γεωργική οικονομική ζωή εκτείνεται κύρια πάνω στις πλαγιές των λόφων όπου βρίσκονται οι ομώνυμες εκκλησίες του Αϊ Γιάννη του Άγιου Παντελεήμονα από τη μια μεριά  και στο λιβάδι μέχρι την Αγία Βαρβάρα και του Σκουλήκι ,μέχρι και το δημόσιο δρόμο που αρχίζουν οι ιδιοκτησίες των Γιανναδιτών,.και από την άλλη μέχρι το Σιδερογέφυρο  και το Τάγιο και εκεί που αρχίζουν οι ιδιοκτησίες των Κανακάδων.Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας,οπου γιορταζεται η μνήμη της 17 Ιουλίου με μεγάλη ευλάβεια και από πολλούς προσκυνητές από τα γύρω χωριά,και ακλουθεί μεγάλο λαϊκό πανηγύρι. 
Σεργιανίστε στα στενά δρομάκια του, χαζέψτε τα όμορφα παλιά σπίτια, τους κήπους με τις κληματαριές, τα χορταριασμένα χαλάσματα κάποιου αγροτόσπιτου και απολαύστε την αυθόρμητη συντροφιά των ντόπιων σε κάποιο καφενείο του χωριού.!
θέα λιβαδιού Ρόπα από ΜάρμαροHPIM0980









Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΙΣΤΡΑΣ

| | Posted On


15 χιλιόμετρα από την πόλη της Κέρκυρας ,αφού περάσουμε το λιβάδι του Ρόπα, βρισκόμαστε σε μια άγρια και επιβλητική περιοχή που λέγεται Έρμονες. Το όνομα προέρχεται κατά την παράδοση από τον αγγελιοφόρο Ερμή ,λέγεται μάλιστα ότι εκεί έχασε το σανδάλι του. Άλλη εκδοχή .ίσως πιο πιθανή, ότι παράγεται από την λέξη «ερημιά» -«ερμιά».
Αφού περάσουμε το στενό γεφύρι αριστερά του κυρίως δρόμου κατεβαίνοντας περνάμε από τους 7 νερόμυλους ,μνημεία της προβιομηχανικής εποχής ,που μέχρι πριν λίγα χρόνια έρχονταν οι χωρικοί των γύρω περιοχών και άλεθαν το στάρι και το καλαμπόκι τους στον γραφικό και ήρεμο μες στην αγριάδα του όρμο των Έρμονων.
Ακριβώς απέναντι και δεξιά μας βρίσκεται η μικρή εκκλησία την Παναγίας της Απέλιστρας (απελπισμένη-απόμερηη) που κτίστηκε το 1735 από τον ιερομόναχο Αθανάσιο Δόικα από το χωριό Μάρμαρο .Εκεί μόνασε και ο ιερομόναχος Παύλος Δόικας προπολεμικά. Φαίνεται όμως δεν άντεξε τη μοναξιά ,γδύθηκε το ράσο ,και έφυγε για την Αθήνα, που απέκτησε οικογένεια.
Για την Παναγία ,η παράδοση αναφέρει πως τα παλιά χρόνια τούρκικο πειρατικό πλοιάριο άραξε κάτω από την εκκλησία και ένας πειρατής Τούρκος ,θέλησε να ληστέψει την Παναγία, Είχε ανέβει τα βράχια σχεδόν στα μέσα, και εκεί η Παναγία έκανε το θαύμα της. Τον μαρμάρωσε. Ακόμη κα σήμερα διακρίνεται ο πέτρινος όγκος του με την άγρια όψη του την κάπα του και τις πιστόλες του.
Σήμερα το άγριο-παρθένο τοπίο ημέρεψε με τον τουρισμό.

ΙΣΤΟΡΙΑ

| | Posted On


Η ιστορία του χωριού εντοπίζεται στα βυζαντινά  χρόνια από τα στοιχεία που υπάρχουν οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού μετά την αρχαιότητα , είναι απόστρατοι η φυγάδες από τον βυζαντινό στρατό , κουρσάροι που εγκατέλειψαν τη ζωή στη θάλασσα , φυγόδικοι από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας .
Δημιουργούν πρόχειρους οικισμούς – κατοικιές- στις πιο αφιλόξενες και δύσβατες περιοχές και ασχολούνται υποτυπωδώς με την γεωργία . Από το Σκριπερό μέχρι το λιβάδι του Ρόπα   στις άκρες από τα έλη έχουμε τους πρώτους οικισμούς που σήμερα είναι τα χωριά Γιαννάδες , Μάρμαρο κλπ
  ΜΑΡΜΑΡΟ καθαρά βυζαντινό χωριό κατά τα έγγραφα νοταρίων όπου το όνομα του αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του Ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου το 1246μΧ λέγεται για Δεκαρχία Μαρμάρου(Δεκαρχίες ήταν φορολογικές μονάδες που αποτελούνταν από ομάδες χωριών).Μια πληροφορία επιγραφής της μονής της Παναγίας του Παλαιοκάστρου Αγγελοκάστρου που ιδρύθηκε το 1228μΧ και το Μάρμαρο συμμετείχε στην αμφικτιονία και αποτελούνταν από τα χωριά της Β.Δ Κέρκυρας απο το χωριό των Εξεκαστρινών εως το χωριό Γιαννάδων ως εξης:
  «έξωθεν της Μονής Υ.Θ Παναγίας Παλαιοκαστριτίσης κείμενην εν χωρίον Λακώνων συναντηθήκαν γιοι πατρωνάτοι (κύριοι του ναού) να εκλέξουν κυρίους και γιους πατρωνάτων και προβλεπτάδες  της(επιτρόπους) ανάμεσα στους εκπροσώπους ήταν και ο Κυρ Θεοφίληςς Τόικας απο χωρίον Μαρμάρου.Ένας μάλιστα απο τους τρεις κουμέσιεους και προβλεπτάδες ήταν και ο Κυρ Σπύρος Βλάχος του Θεοδώρου απο το ίδιον χωρίον» Αυτό μας δείχνει ότι  υπήρχε από τον 12ο αιωνα επί της Βυζαντινής Δυναστείας των Κομνηνών και πριν από την 4η Σταυροφορία που η Σταυροφορία κατάλυσε  τη Ρωμανία όπως ονομάζονταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
  Η  ονοματολογία του χωριού πόσο παλιά έχει πάρει  τώρα αν την συνδέσουμε με το ουσιαστικό «μάρμαρο» η με το επώνυμο «Μάρμορας»που συναντιέται για πρώτη φορά τον 12 αιώνα .Ο πρώτος Μάρμορας ήρθε στο νησί το 1462 ο Νικόλαος Μάρμορας γιος του Ανδρέα μαζί με τον Θωμά Παλαιολόγο  είναι σχεδόν απίθανο να είναι και για αυτό προτείνουμε το επώνυμο «Μάρμαρος» που στη γενική πτώση με την ονομαστική της λέξης χωριό προκύπτει το Μάρμαρο που συναντιέται τον 9αιωνα.Αν τώρα δεχθούμε το ουσιαστικό «μάρμαρο» δεν εχουμε να πάμε στο βουνό της Κουρκουλής που θα βρούμε άφθονο προϊόν (τουφόπετρα η Κερκυραιικό μάρμαρο)από υποτυπώδη νταμάρια (κάβες) άνετα τοποθετείται και μέχρι τον 7ο αιώνα!Ούτως η άλλως το Μάρμαρο ήταν ένα από τα 70 χωριά που υπηρχαν τον 11ο αιωνα!!
!clip_image001clip_image003
Το 1267  γίνεται κύριος της Κέρκυρας ο Αντζού αδελφός του  βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Γ’ ο οποίος είχε ιδρύσει στη Νότια Ιταλία το βασίλειο της Νάπολης και Σικελίας και αρχίζει η Ανδηγαυική περίοδος για το νησί που κρατεί κοντά ένα αιώνα. Σε αυτήν βρίσκουμε το Μάρμαρο στη Βαιλαρχία  Μέσης  που ανήκε στο φέουδο του Πετριτήν.Η Βαιλαρχία ήταν φορολογική περιφέρεια που διοικούνταν από τον Βάιλο ,υποδιαίρεση της ήταν η Δεκαρχία. .Ξανά λοιπόν στις πηγές η Δεκαρχία Μαρμάρου  Μέσης  στις οποίας οι κάτοικοι ονομάζονται <<δεκαρχήται>> .Το Μάρμαρο Μέσης λέγονταν και κουρατορία. Η κουρατορία περιλάμβανε κτήματα και έναν οικισμό και αποτελούσε εκκλησιαστική ιδιοκτησία.
 Οι  Βενετοί  έρχονται στην Κέρκυρα το 1386 μΧ και μένουν ως το 1797 μΧ. Οι πληροφορίες που έχουμε από τον Νοτάριο Γαρίτσας Ιωάννη Κουτρομάτη που τα ιστρουμέντα  συμβόλαια αρχίζουν το 1472.Ο πρώτος Νοτάριος μας πληροφορεί για την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας είναι ο Νοτάριος Δουκάδων Νικόλαος Τυροφάς<<1534 ημέρα 31 Δεκεμβρίου πλησίον και σύνεγγυς στο χωράφι του Ι.Ν Αγίας Μάρινας  στο χωρίον Μάρμαρο>>. Στα ιστρουμέντα συμβόλαια του ιδίου  που ξεκινάμε το 1533 εως το 1569 βρίσκουμε στο Μάρμαρο και τα επώνυμα όπως; Kοσμάς ,Θεοτόκης ,Γουδέλης  Τόικας ,Φούκαρης, Κρικέλης ,Νεφρούλης Χιώτης Περδικομάτης.clip_image002
Από αυτά το επώνυμο Τοϊκας συναντιέται και ως Τόγηκας, Ντόϊκας και Δόϊκας.Οι παραλλαγές του επωνύμου Δόϊκας είναι από το πώς αποδίδεται στα ιταλικά το «δ» άλλοτε ως «Τ» και άλλοτε ως «ντ» .Όλη τη βενετσιάνικη περίοδο  το βρίσκουμε ως «Ντόϊκας»έτσι το 1841 βρίσκουμε τη Μαριετίνα Ντόϊκα. Μετά την ένωση  επικρατεί το «Δόϊκας».Τελη του 16 αιωνα εμφανίζεται και το επωνυμο «Βοδινιώτης» πρωτος είναι ο Καλοϊωάννης.Σε ζωντοβούλιον Διαθήκη του νοταρίου Γαρδελαδων Μεσάζου Ευσταθίου  το 1608 διαβάζουμε; « η κυράτζα Μαρία γυνή του Ποτέ (κάποτε) Ιωάννη Βοδινιώτη  με τα δυο τους παιδιά τον Γεώργιο και τον Δήμο και το γαμπρό της Δήμο Βάβαρη».Το επώνυμο Βοδινιώτης πρωτοσυναντιέται τον 14 αιώνα στη Χαλκιδική και συνδέει το φορέα του με τα βοδινά. Έδεσα  βαντά(στα σλάβικα το νερό) γνωστοί οι καταράχτες της Έδεσσας .Αυτό μετά το 1670 σταδιακά γίνεται «Βιδινιώτης».Το 1670 στον νοτάριο Γιαννάδων Λιβαθινού Νικολό θα βρούμε τον Δημήτρη γιο του Καλοϊωάννη Βοδινιώτη επίσης θα βρούμε και όλα τα επώνυμα που βρίσκουμε στο Μάρμαρο εως τώρα: Κούρκουλος  ,Παγιάτης ,Ρέβης,Κορακιανίτης Αγάθος ,Ασπρέας, αλλα και Νίνος, Μάζης .Έτσι στα νοταριακά έγγραφα του Δούλου νοταρίου Γιαννάδων 1696-1732 βρίσκουμε «1721 το χωράφι στα Ρόγκια αποπανωθιό του Τζώρτζη Παγιάτη»και στου νοταρίου Αλβίζεα Αλοίσιου Δόϊκα 1741-1770 «το 1774 έξωθεν λιτριβίου του Τίμιου Τζώρτζη Ασπρέα»( φαίνεται ότι ανήκε στη τάξη των ευγενών ).Από αυτόν και άλλους κατάγονται οι κατοπινές οικογένειες Ασπρέα. .
Το Μάρμαρο οι Γιαννάδες και Κανακάδες, υπήρξαν το κέντρο της βαρονίας Βιάρα, γόνων των σταυροφόρων βασιλέων της Ιερουσαλήμ, που λόγω θηλυγονίας μεταβιβάστηκε η βαρονία τους στο γαμπρό τους Μάρκο Μαρτσέλλο, Βενετσιάνο φεουδάρχη, του οποίου ο εγγονός Άγγελος   είχε μόνιμη έδρα της απέραντης και πλούσιας βαρονίας του τις Κανακάδες όπου είχε τις κτιριακές εγκαταστάσεις  όπου σώζονται τα ερείπια ως σήμερα γνωστά ως «μπαρουνιά».
Οι κάτοικοι έζησαν κάτω από στεγνό φεουδαρχικό σύστημα  και οργάνωση της οικονομίας  συνέχισαν να υπάρχουν προλετάριοι βαρόνοι εμπαρούνιοι καθώς η Κέρκυρα ήταν χωρισμένη σε Βαρωνίες (Μπαρουνίες) και κολώνοι( πάροικοι) οι οποίοι έπαιρναν τα κτήματα από τους Βαρόνους και τα καλλιεργούσαν. Αυτά συνήθως ήταν βεβαρυμμένα με τα λεγόμενα «φεουδαρχικά βάρη» .πρόσκαιρα η διηνεκή καθως οι αγρολήπτες πλήρωναν «εδαφονόμια» πλήρωναν δλδ για την εδαφονομή  χρήσης της γης συνήθως σε είδος. Υπήρχαν εκτός από τα εδαφονόμια και τα δεύτερα. Σύμφωνα με μια αναγραφή-καταγραφή των αγαθών της βαρονίας που έγινε το 1787 από τον Cabriel Marcello η διακράτηση του χωριού του Μαρμάρου έφτανε ως τον il colle (λόφο) Ιλλογιτάδες.που βρισκόταν δυτικά του Πετρετή και του Σπανόπουλου (περιοχή Παπαθανάτικων) που την εδαφονομή είχαν κυρίως κάτοικοι από Δουκάδες .Γαρδελάδες .Λιαπάδες.Στην Αγία Βαρβάρα και πριν από την αποστραγγιστική τάφρο (Τάγιο) υπήρχαν και κομμάτια που καλλιεργούσαν πάροικοι από Μακράδες  Λάκωνες από αυτά τα χωριά προέρχονται και τα επώνυμα Κούρκουλος Μιχαλάς και άλλα παρόμοια που συναντώνται στο Μάρμαρο και υπάρχουν ως και σήμερα.Στη θέση «¨Καρδακάρη» θα βρούμε και άλλους  ευγενείς όπως ο Nicolo Cappello του ποτέ Παύλου  που ήταν  κάτοχος μια περιοχής παλαιοτέρα ανήκε στον ευγενή Ριζικάρη.στη θέση «Πλυσιό» οι και πάροικοι  ήταν κολωνάκοι  Προσαλένδη δηλαδή άνηκαν στον ευγενή Προσαλένδη.Η Αγία Βαρβάρα (Santa Barbara)ανήκε στα αδέλφια Ιfratelli Σπυρίδωνα  και Νικολό Παπαδόπουλο του ποτέ Τζοάννα από τη Χώρα .Η χρήση του «όνταν» η «ποτέ» γινόταν όταν ο πατέρας του προσώπου που αναφέρονταν το έγγραφο ήταν ήδη πεθαμένος .Βλέπουμε εδώ ότι η Αγία Βαρβάρα (Santa Barbara) αναφέρεται ως περιοχή και όχι ως εκκλησία εξ ου συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρχε το 1787 που έγινε καταγραφή των εκκλησιών στη περιοχή. Άρα υπήρξε θύμα των οθωμανικών επιδρομών  το 1537  με τον Χαινεντίν Μπαρμπαρόσα η το 1716.Το γεγονός ότι στο σημείο εκεί υπήρχαν 4 εκκλησίες που απέχουν η μια με την άλλη 300-500 μέτρα και τοποθετούνται στις γωνίες ενός νοητού τετραγώνου  μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε   εκεί κάποιο χωριό. όπου χάθηκε είτε επι Ανδηγαυών είτε επί Ενετοκρατίας .Γιατί όχι Λογγιτάδες όπως αναφέρονται ένα τμήμα της περιοχής η Πλαδαράδες Μέσης όπως αναφέρει στα νοταριακά έγγραφα του ο Χαρίλαος ο Κόλλας.Τα κτήματα στο «Καμαράκι» άνηκαν στον Ριζικάρη και μετά στον Capello  στο λιβάδι είχε κτήματα ο Francesco Loukani του ποτέ Παναγιώτη από τη Χώρα, επίσης βρίσκουμε απομεινάρια της βαρονίας Πετριτίνας.Ο Τίμιος Στέφανος Πετριτής είχε καλύβια στο Μάρμαρο όπου κάθονταν καλλιεργητές οι οποίοι δούλευαν ως περιβολαραίοι και ήταν κυρίως Αρβανίτες, Το 1715 αναφέρεται σε ιστρουμέντο  του νοτάριοι Μαρμάρου Σπυρίδωνος Βλάχου ως κάτοικος τους ο Νικολός Βλάχος.Θα βρούμε στο Μάρμαρο και κτήματα που κατείχαν εκπρόσωποι της οικογένειας των Βουλγάρεων των πρωτοπαπάδων όπως ήταν ο Μαρίνος Βούλγαρης  Σακελλάρης και τοποτηρητής του θρόνου του Μεγάλου Πρωτοπαπά  της πόλεως και της νήσου των Κορυφών 1715-1720.Σε ιστρουμεντο του 1742 διαβάζουμε «»Εσωθεν του παλατιού του κοντε Αντωνίου Βούλγαρη εις το χωρίον του Μαρμάρου».Αρα οι Βουλγάρηδες είχαν στο Μάρμαρο ένα διώροφο σπίτι για να διαχειρίζονται την περιουσία τους και εκεί. Στο λιβάδι συναντάμε τον 18ο αιώνα και τον Ευγενή Τουρνινό.
Εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι οι Μαρμαρίτες όλη αυτή την περίοδο ήταν γεωργοκτηνοτρόφοι.Τα ελαιόδεντρα που υπήρχαν πάνω από το χωριό δεν έφταναν για όλους και πολλοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία μεγάλων ζώων όπως βοδιών ,αγελάδων ,βουβαλιών ,αλόγων αλλά και αιγοπροβάτων. Σε δυο ιστρουμέντα του νοταρίου της πόλεως των Κορυφών Πέτρου Βραγιανίτη  διαβάζουμε: «1543 ημέρα 7 του μηνός Ιανουαρίου ο κυρ Μιχάλης Βάρβεσης και ο κυρ Σταμάτης Μούρεσης  παρόντες συμφωνήσαν με τον παρόντα κυρ Γεώργη Θεοτόκη  από το χωρίον του Μαρμάρου και επέδωσαν προς αυτόν ο καθείς φοράδα μία να κρατείν  νομή και φυλάτειν αυτήν ο Γεώργης από την σήμερον και εις χρόνους πέντε  ερχομένους, ημησιακές κατά την ιδίαν»και « 1554 ημέρα 9 του μηνός Μαρτίου ο κυρ Γεώργης Ντόικας και η κυρά Ζαμπετούλα συμβία του ποτέ κυρ Μερκούρη Δουκάκη έκαμαν πούληση προν όλον το τυρί αυτού όπου θέλει κάνει από το κοπάδι αυτού και τα βουβάλια».
Το Μάρμαρο ανήκε στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Κάτω Μέσης είχε τρεις εκκλησίες την Αγία Μαρίνα που είναι κτισμένη πριν το 1500 και φέρεται ως χωρική των Δοϊκάδων έχοντας την απογραφή το 1787 του Cabriel Marcello που έχουμε, αναφέρει ως γιους πατρωνάτους ιδιοκτησία του φέουδου ,όπως και ο Santo Onoufrio(Άγιος Ονούφριος) και ο Santo Georgi il  Loggitado (ο Άγιος Γεώργιος Λογγιτάδων )που ανήκε στη διακράτεια του χωριού του Μαρμάρου. Υπήρχαν και άλλες δυο εκκλησίες που βρίσκονταν έξω από το χωριό .Οι μονές του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί μόνασε ο κατά κόσμον Κωνσταντής Βιδινιώτης και κατά Χριστό ,Καλλίνικος Βιδινιώτης ,διακεκριμένη εκκλησιαστική μορφή και καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας της Παλαικαστρίτισσας και ικανός διαχειριστής της σεβαστής περιουσίας της όπως αποδεικνύεται από σχετικά έγγραφα. « 1803, 20 Σεπτεμβρίου ,έκαμα κρασί από τα αμπέλια του μοναστηριού  με τα μερτικά βαρέλια 67,έμασα και ελεημοσύνη από το λιβάδι ,καλαμπόκι ,λιτρούδια ,πετρόλτες (τενεκέδες) 36»
Οι Μαρμαρίτες όλη αυτή τη περίοδο ήταν άνθρωποι κυρίως φιλήσυχοι και καθώς διαπιστώνουμε από σχετικά έγγραφα αρκετά ψηλοί κυρίως οι εκπρόσωποι της οικογένειας Βιδινιώτη, γεγονός που ανάγκασε το νοτάριο Μαρμάρου Βλάχο Σπυρίδωνα προκειμένου να δηλώσει το όνομα στου Στάθη Βιδινιώτη σε ιστρουμέντο του 1715. « Στάθαρος Βιδινιώτης του Δημητρίου ».Έρχονται δε σε γάμο κοινωνία τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες  με κατοίκους και άλλων χωριών όχι μόνο καντινών αλλά και μακρινών. Έτσι το 1751 o Αντώνιος Βιδινιώτης του Νικολού παντρεύεται την Ξάνθω του ποτέ Ιωάννη Κλήμη από το Σκριπερό ,ενώ το 1790 βρίσκουμε παντρεμένη στο Μάρμαρο την Ευγενία Κοντάλιπου από τις Ραχτάδες. Στο Βιβλίο της εκκλησίας της Υπεραγίας Θεοτόκου στο χωριό των Δουκάδων  διαβάζουμε: « 1829 Απριλίου 28 (στη Κέρκυρα έχουμε Αγγλοκρατία ) αρραβωστεφάνωσα τον Χριστόφορο Μουμούρη του Σπύρου από χωριό των Δουκάδων μετά της Ελένης θυγατρός του Χρήστου Τόϊκα από χωρίον  Μάρμαρο ,παράνυφος ήταν ο σιορ Νικόλαος Αγοραστός από τη Χώρα ,εφημέριος  Πέτρος Ιερεύς Καζιανης».
Επί Ενετοκρατίας οι Μαρμαρίτες υπέστησαν την βιαιότητα  των Οθωμανικών επιδρομών το 1537 και το 1716.Το Μάρμαρο χωρίζεται στα δυο από τον «κακότραφο» που συνδέονται τα δυο με μια γέφυρα «εις την γειτονίαν της Αγίας Μαρίνας η εκκλησία βρίσκεται στη περιοχή  «πιρνίλια» κατά τον νοτάριο (Νοδάρο) του Μαρμάρου Ασπρέα που έζησε τον 19ο αιώνα του οποίου η ιδιότητα εδόθη ως παρατσούκλι ,στους απογόνους που ονομάζονται «του Νοδάρου». Εκεί βρίσκονται τα σπίτια των Βιδινιώτηδων,των Παγιάτηδων, αλλά και των Προνοϊτηδων (Προνοϊτης  στην ονομαστική) στην άλλη γειτονιά  κατοικούσαν οι Δοϊκάτες ,οι Ασπρέηδες ,οι Βλαχαίοι .Το 1864 μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στη περιοχή του Ρόπα σχηματίστηκε το 1866 ο Δήμος Παρελίων  με πρωτεύουσα τους Γιαννάδες που υπάγονταν στην αστυνομία Ποταμού και στο Ειρηνοδικείο Μέσης το οποίο βρίσκονταν στους Καστελάνους Μέσης  όπου βρίσκονταν και σχολαρχείο. Ο δήμος Παρελίων  εντάχτηκε στην Επαρχία Μέσης και αποτελούνταν από τα χωριά Κοκκίνι, Βάτος Γιαννάδες ,Μάρμαρο, Κανακάδες ,Λιβάδι Ρόπα. Το Μάρμαρο απείχε από τη Χώρα τρεις ώρες κατά τον τρόπο μέτρησης της εποχής (εννοείται περπατώντας με στρατιωτικό βήμα) και από τους Γιαννάδες 15 λεπτά. Διέθετε γραμματοδιδασκαλείον αρρένων τριών η τεσσάρων χώρων, όπου το απολυτήριο του ισοδυναμούσε με απολυτήριο εξατάξιου δημοτικού. Οι κάτοικοι ήταν 301 154 άρρενες και 147 θήλυς. Και μέσα  στο  ελληνικό κράτος η ζωή συνεχίστηκε  με τους ίδιους ρυθμούς. Τα φεουδαρχικά βάρη συνεχιστήκαν και μέχρι το 1920 που καταργήθηκαν με νόμο που ψηφίστηκε μετά από εισήγηση του Ανδρέα Δενδρινού. Αλλά και για δεκαετίες αργότερα συνεχίστηκε ο ίδιος τρόπος ζωής .Αλλά και για δεκαετίες μετά συνεχίστηκε ο ίδιος τρόπος ζωής ζευγάδες έκαναν σεμπριές με Λακωνίτες κυρίως ,ιδιοκτήτες χωραφιών στο λιβάδι και τα καλλιεργούσαν μισιακά η τριτάρικα .Παρόμοια  και με κοπάδια αιγοπροβάτων και αγελάδων από άρχοντες από τη Χώρα και τα μοίραζαν μισά-μισά τα αρνιά και τα κατσίκια η τα μοσχάρια .Επίσης έπαιρναν πάχτα από τα κατσίβελα τους γιατί  συνήθως δεν είχαν δικά τους κυρίως οι Βιδινιώτηδες.
Ήρθαν και οι πόλεμοι του 1912-13 και η εκστρατεία στη Μικρά Ασία που κάποια Μαρμαριτόπουλα έχασαν τη ζωή τους η δεν έμαθαν ποτέ και έμειναν αγνοούμενοι όπως ο Αριστοτέλης Βιδινιώτης του Αλεξάνδρου. ,για τον οποίο δεν έμαθε ποτέ κανείς. Ήρθε και η κατοχή ,η πείνα ο φόβος από τους βομβαρδισμούς και τις εφορμήσεις των Ιταλικών στούκας ,και τα κακά συναπαντήματα με τους Ιταλούς Καραμπινιέρους, που έρχονταν από το χωριό των Γιαννάδων που υπήρχε καραμπιναρία. Κάποιοι βγήκαν και στο αντάρτικο όπως ο Τσάντος ο Βιδινιώτης και η γυναίκα του Αλεξάνδρα που μετείχαν σε μια αντάρτικη ομάδα που ανήκε στην Ε.Ο.Κ (Εθνική Οργάνωση Κέρκυρας ).Κάποιοι πήγαν στον Ε.Α.Μ όπως ο Κωνσταντίνος Κούρκουλος (Κοτζές) ο Χριστόδουλος Αγάθος (Ντόριας) και ο Γιώργης Βλάχος (του Λώλου). Κατά την κατοχή φιλοξενήθηκε ο Ηγούμενος την μονής Παναγίας της Παλαιοκαστρίτσας  ,Δόϊκας μαζί με τους μοναχούς γιατί οι εγκαταστάσεις της καταλείφθηκαν από τους κατακτητές. Το χωριό πριν και μετά τον πόλεμο .ήταν στο πλευρό των Θεοτόκηδων ,σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή έπαιξε η οικογένεια Ασπρέα που διέθετε λουτροβιό, ενώ κατά τον 20ο αιώνα προστέθηκε η οικογένεια Λούβρου που είχε και ελαιουργείο και αλευρόμυλο. Άντρες με τα υποζύγια τους φορτωμένα σακιά από «γένημα» (καλαμπόκι) και στάρι αλλά και γυναίκες με τις «πετρόλατες» στο κεφάλι γεμάτες καλαμπόκι έρχονταν στο Μάρμαρο να αλέσουν. Το ψωμί τους η έτσι ήταν η από καλαμποκίσιο αλεύρι (μπαρμπαρέλα-μπομπότα) η από σταρένιο (σταρέλα). Μετά το 1950 ανακάτευαν το καλαμποκίσιο  αλεύρι με σταρένιο καλύτερης ποιότητας που αγόραζαν από το «αργαστήρι» μαγαζί. Είχε όμως και το Μάρμαρο το δικό του φούρνο εκείνο του Παναγιώτη Αγάθου (Γκερέκου) λίγο μετά τη γέφυρα «στη πέρα πάντα» που έλεγαν υποτιμητικά οι ευπορότεροι της άλλης πλευράς του χωριού. Υπήρχαν και άλλα μαγαζιά από τη μια και άλλη πλευρά του δρόμου όπως τα μπακάλικα του Αντώνη Δόικα (Γιακουλή) και του Τσά ντου Ρέβη (του Μπη) αργότερα κατά την μεταπολίτευση και το καφενείο του Τζίμη και το μπακάλικο του Δημήτρη Δόικα .Τον ίδιο δρόμο διέσχιζαν και οι σούστες του Σταύρου Δόικα (Τόνενας) και του Τσάντου του Βιδινιώτη (Προπόγιου) δίτροχα κάρα που ήταν τα μεταφορικά μέσα της εποχής. Αργότερα τα φορτηγά του Ανδρέα Ασπρέα και του Σπύρου Δόικα. Βρίσκουμε  και το υποτυπώδη κουρείο του Ανδρέα Δόικα και το κρεοπωλείο του Σταμάτη Μιχαλά .Κέντρο της κοινωνικής  ζωής ο « φόρος» η μικρή πλατεία στην άκρη του χωριού με τα υπεραιωνώβια δέντρα όπου  πρόσφερε δροσιά στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού στους γέρους με τις «πράισες» βράκες τους και παλαιότερα με τα τσαρούχια τους. Καθισμένοι  στα «πεζούλια» κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους η τις «τσιγάλες» τσιγάρα από ντόπιο και λαθραίο  καπνό που τύλιγαν με χαρτί από ξένες εφημερίδες (ήταν πιο λεπτό) η τσιγαρόχαρτο. Πρόσφεραν όμως και προσφέρουν ακόμα και σήμερα τη δροσιά στους σε νέους και μεσόκοπους της νεώτερης γενιάς.
Κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής ήταν η εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας της θαυματουργής .Πιστοί και πανηγυριώτες συνέρεαν από τα γύρω χωριά φέρνοντας τάματα στη γιορτή της 17 Ιούλιου αλλά και βιολιτζήδες και κουλουρτζήδες από τα Γύρου  και πραματσούληδες. Μετά το 1960 τα βιολιά τα αντικατέστησαν τα γραμμόφωνα, και αργότερα τα Τσουκ μποξ και οι ορχήστρες.
Στο Μάρμαρο λοιπόν συναντούσες  αυτούς τους ωραίους ανθρώπους  και σε έκαναν να τους θαυμάζεις παρόλη την απλότητα τους ήταν άνθρωποι περήφανοι και λεβέντες .Διασχίζονταν σήμερα την μικρή πλατεία με τα μεγάλα δέντρα και τον δρόμο που χωρίζει το χωριό στη μέση .νιώθει κανείς την οδυνηρή απουσία όλων αυτών σου έρχεται στην μνήμη το ποίημα του Καβάφη «Φωνές»:
 «  Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.»
Όλο αυτό είναι μια κατάθεση ψυχής για όλους αυτούς που « έφαγαν τα νύχια τους με τους «ασβώλους» στα λιμνιά του λιβαδιού  και έτριψαν την ράχη  τους για να μεταφέρουν το άροτρο και το ζυγό» για να οργώσουν τα χωράφια τους και να θρέψουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους «με ότι ήθελε ξαποστείλει ο Θεός» κατά τα νοταριακά  έγγραφα παρελθουσών περιόδων. Αλλά και στους νέους που νομίζουν πως φύτρωσαν σαν τα δέντρα στη γη  αλλά αποτελούν φυσική συνέχεια των ανθρώπων που πάλεψαν με την πείνα την ανέχεια την αρρώστια χωρίς τη βοήθεια κανενός γιατρού!
Η άγνοια της Ιστορίας μας τοπικής και εθνικής αποτελεί άθλιο ξεπούλημα του εαυτού μας και αποτελεί αχαριστία προς τις προηγούμενες γενιές που πάλεψαν για να συνεχιστεί η βιολογική αλυσίδα και να υπάρχουμε ΕΜΕΙΣ!!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ..

| | Posted On

ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (734 – 229 μ.Χ.)

Η γλώσσα των κατοίκων της Κέρκυρας βρίσκεται σε διαρκή διαμόρφωση εδώ και χιλιάδες χρόνια
Η περιπέτεια της Γλώσσας των Κερκυραιών αρχίζει από την αρχαιότητα . Οι Φαίακες , οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού , μιλούσαν τα αρχαία ελληνικά στην Δωρική διάλεκτο. Οι Δωριείς πρόγονοι τους είχαν μεταναστεύσει από τα νησιά του Αιγαίου πριν από το 734 π.Χ. και εξελίχθηκαν σε μια από τις πιο αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις της εποχής.
Η κυριαρχία των Αρχαίων κατοίκων του Νησιού επί του πληθυσμού των ακτών της σημερινής νότιας Αλβανίας , και κυρίως της πλούσιας περιοχής του Βουθρωτού, είχαν καταστήσει αυτόν τον αρχαίο λαό σε μια περιφερειακή μεν , αλλά σημαντική δύναμη. Η πορεία του σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις με τους Κορινθίους, για την επικυριαρχία στην περιοχή ,με την ανάμειξη της Αθήνας και τέλος με τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους «δημοκρατικούς» και του «ολιγαρχικούς».
Η Ρωμαϊκή εποχή (229π.Χ. – 337μ.Χ.) έβαλε την Κέρκυρα σε στασιμότητα . Η μορφολογία του εδάφους εμπόδιζε την ανάπτυξη ενός αυτοδύναμου χώρου. Το επίπεδο ανάπτυξης της γεωργίας καθοριζόταν από τις μεγάλες πεδιάδες ,τα ποτάμια και γενικά από τις εύκολα καλλιεργήσιμες περιοχές. Οι Ρωμαίοι δεν έδωσαν , ως εκ τούτου , σημασία στην ανάπτυξη του νησιού.
Η περίοδος αυτή διακόπηκε στο τέλος της Ρωμαϊκής εποχής με την ολοκληρωτική καταστροφή της Κέρκυρας από τους Γότθους του Τωτίλα.
Οι ελάχιστοι κάτοικοι που επέζησαν εγκατέλειψαν την Αρχαία πόλη, ( κόλπος Γαρίτσας - Ανάληψη), και δημιούργησαν ένα υποτυπώδη οικισμό στο λόφο του σημερινού παλαιού φρουρίου.
Ο μεσαίωνας που ακολούθησε (χωρίς να μπορεί να είναι κανείς σίγουρος) θα πρέπει να έσβησε τα σημάδια της απευθείας επίδρασης της αρχαίας γλώσσας , πόσο μάλλον που οι επιζήσαντες της αρχαίας πόλης ήταν ελάχιστοι.
Ωστόσο στη Γλώσσα των μετέπειτα πληθυσμών και μέχρι σήμερα υπάρχουν πολλά ίχνη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αλλά οι περισσότερες λέξεις η ήρθαν ως αντιδάνεια η τις μετέφεραν πληθυσμοί που μεταφέρθηκαν στο νησί , κυρίως κατά την Ενετική περίοδο.
Η λέξη , πχ Κόρο που σημαίνει χορωδία , προέρχεται από τον Χορό του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Την λέξη όμως δανείστηκαν καταρχήν οι Ρωμαίοι ως Chorus, την πήραν οι Ενετοί ως Coro, την χρησιμοποίησαν οι Κερκυραίοι, κατά την Ενετική περίοδο , ως κόρο για να καθιερωθεί στην νεοελληνική γλώσσα ως χορωδία.
Επίσης η λέξη άστα που σημαίνει σήκω, προέρχεται επίσης από την αρχαιοελληνική λέξη ίσταμαι -σηκώνομαι , έφτασε στην ενετοϊταλική ως asta = πλειστηριασμός , astante = ιστάμενος, για να γίνει στην Κέρκυρα άστα- σήκω .
Πολλές άλλες λέξεις που βρίσκουμε στο λεξιλόγιο μας , όπως διαμορφώθηκε μετά τον μεσαίωνα έχουν αρχαιοελληνική ρίζα χωρίς όμως να είμαστε βέβαιοι για την διαδρομή τους . Για παράδειγμα η λέξη Στιά = φωτιά προέρχεται από την Εστία , η λέξη Λαρνάκι από την Λάρναξ , η λέξη Αγγιό = δοχείο από το Αγγείο , Αγερμός = Ξεσηκωμός από το Εγείρω , Αθήρι = το καλύτερο από το Αθήρ , Απελησιά = ρίψη από το Απελαύνω , Λητάρι = σχοινί από το Ειλητάριον, ο Τέρμονας = σύνορο του αγροτεμάχιου από την αρχαιοελληνική λέξη Τέρμων και πλήθος άλλες που μπορεί κανείς να βρει στο Λεξικό που ακολουθεί.



ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
(Ανατολική Ρώμη, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Α Ενετική περίοδος, Δεσποτάτο της Ηπείρου, Κυριαρχία των Ανδιγαυών 337 μ.Χ – 1386 μ.Χ )



Το τέλος της Αρχαιότητας και η είσοδος στην εποχή του Μεσαίωνα μετέτρεψαν το νησί σε μια εγκαταλελειμμένη περιοχή δασώδη και με ελάχιστους κατοίκους . Από το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος (337μ.Χ. – 733μ.Χ.) και κατά την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας (733μ,Χ.-1204 μ.Χ. ) η Κέρκυρα ήταν ένα πλωτό προγεφύρωμα , μια παραμεθόριος περιοχή των βυζαντινών και ένα εξαιρετικά αφιλόξενο και ανασφαλές μέρος για να αναπτυχθεί μόνιμος ντόπιος πληθυσμός σε μεγέθη ανάλογα με την έκταση του νησιού.
Η καθιέρωση της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και του Χριστιανισμού στην Ανατολική Ρώμη είχαν ως συνέπεια να διατηρηθούν αρκετά στοιχεία της Αρχαιοελληνικής στην μετέπειτα Βυζαντινή περίοδο.
Οι κάτοικοι του νησιού ήταν, σχετικά με την έκταση του νησιού, λίγοι και κυρίως συνοριοφύλακες – ακρίτες των βυζαντινών προερχόμενοι από διάφορες μακρινές φυλές. Ελληνοσύριοι Mανδραίτες, Βούλγαροι , λίγοι αγρότες , παπάδες και μοναχοί.
Οι Βυζαντινοί είχαν οχυρώσει τις βόρειο δυτικές ακτές του νησιού σε ένα «πέταλο» στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Ιστώνη (Όπως ονομάζοταν στην αρχαιότητα το όρος Παντοκράτορας) που άρχιζε από την Κασσιώπη και τις πλαγιές πάνω από τις Νυμφές , το Ζυγό μέχρι του Τρουμπέτα τους Χωροεπισκόπους και το Σκριπερό , μέχρι το Βίστωνα και το Αγγελόκαστρο. Και από τις παραλίες πίσω από τους Γιαννάδες και το Μάρμαρο μέχρι το Αη Μαθιά και το Γαρδίκι.
Φρούρια , φυλάκια και Βίγλες δημιουργούσαν αυτό το τόξο άμυνας των Βυζαντινών απέναντι στις επιβουλές των δυτικών, αλλά και ως εφαλτήριο ( όπως στην εκστρατεία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου του Α΄) προς τις εύφορες πεδιάδες της Απούλια και του Σαλέντο.
Θεωρείται ότι το Σκριπερό, οι Χωροεπισκόποι, οι Καστελάνοι Γύρου και Μέσης πρέπει να είναι από τους πρώτους οικισμούς της μετά κλασικής Κέρκυρας . Πιθανολογείται ότι κτίσθηκαν την εποχή του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Α του Κομνηνού μεταξύ του 1150 μ.Χ έως 1183μ.Χ. Τότε οχυρώθηκε με τείχη η πόλη εντός του σημερινού παλαιού φρουρίου, το φρούριο της Κασσιώπης , το Αγγελόκαστρο, οι οχυρώσεις στους Καστελάνους Γύρου και Μέσης, το φρούριο στο Γαρδίκι του Αη Μαθιά επίσης ιδρύθηκαν τα δύο ιερά τάγματα Λευτεριωτών παπάδων και ακολούθησε η ίδρυση της μονής Παλαιοκαστρίτσας. Η φρουρά της γραμμής της Ιστώνης αποτελείτο από μια πολεμοχαρή φυλή Ελληνοσύρων που ονομάζονταν Μανδραϊτες και που είχαν χρησιμοποιηθεί ως Ακρίτες των συνόρων του Βυζαντίου και στη Αλβανία. Όπως αναφέρει ο Χαρίλαος Γουλής στο βιβλίο του « Το Σκριπερό», το Σκριπερό θεωρείται πιθανότερο να έλαβε το όνομά του από την λέξη Σκραπάρ που στην γλώσσα των Μανδραιτών σημαίνει οχυρό , στην Αλβανία υπάρχει επίσης χωριό που λέγεται Σκραπάρ. [Σκανδιναβοί μισθοφόροι, οι λεγόμενοι Βαράγγοι , οι Άνδριώτες του Γαρδικίου , οι Αρμένηδες από την Μικρά Ασία , οι Βρυώνηδες του τάγματος της Ιλλυρίας , οι Παυλιανοί μισθοφόροι και άλλες φυλές που χρησιμοποιήθηκαν ως ακρίτες των συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτέλεσαν έναν πρώτο , μετά την αρχαιότητα σημαντικό πληθυσμό του νησιού.
Τότε εμφανίζονται και οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού μετά την αρχαιότητα , είναι απόστρατοι η φυγάδες από τον βυζαντινό στρατό , κουρσάροι που εγκατέλειψαν τη ζωή στη θάλασσα , φυγόδικοι από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας .
Δημιουργούν πρόχειρους οικισμούς – κατοικιές στις πιο αφιλόξενες και δύσβατες περιοχές και ασχολούνται υποτυπωδώς με την γεωργία . Από το Σκριπερό μέχρι το λιβάδι του Ρόπα στις άκρες από τα έλη έχουμε τους πρώτους οικισμούς που σήμερα είναι τα χωριά Γιανάδες , Μάρμαρο κλπ.
Περισσότερα μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο του συμπατριώτη μας Οδυσσέα-Κάρολου Κλήμη « Η Κοινωνιολογία του Κερκυραικού λαού» και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Η καταγωγή των Κερκυραίων». [Υποσημείωση]

Η επίδραση τους στην γλώσσα που διαμορφώθηκε αργότερα πρέπει να ήταν πολύ μικρή . Τοπωνύμια και ονόματα πάντως, δείχνουν ότι καθιερώθηκαν από λέξεις της προέλευσης αυτών των φυλών.
Οι λόγοι για τους οποίους δεν έχουμε μεγάλη ανάπτυξη του πληθυσμού σε αυτήν την περίοδο είναι προφανείς . Η περιοχή ήταν εξαιρετικά επισφαλής και επικίνδυνη ,αφενός , αλλά και πολύ δύσκολη για να αναπτυχθεί γεωργία με τα μέσα της εποχής . Ακόμα και η περιοχή του Σιδαριού μέχρι τους Αγίους Δούλους που είναι σήμερα πεδινή, τότε ήταν ελώδης. Το λιβάδι του Ρόπα ήταν έλος και μόνο στη Λευκίμμη υπήρχαν επίπεδες εκτάσεις, αλλά η περιοχή εκεί ήταν εντελώς απροστάτευτη. Αυτός είναι και ο λόγος που τα σημάδια της Βυζαντινής εποχής στις παραδόσεις και στην γλώσσα των Κερκυραίων είναι λίγα.
Από το 1204 μ.Χ έως και το 1386μ.Χ έχουμε την Α Ενετική περίοδο, την κυριαρχία του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κυριαρχία κατόπιν των Ανδηγαυών . Καμιά μεγάλη αλλαγή δεν έχουμε αυτήν την περίοδο.
Ο μεγάλος εποικισμός του Νησιού γίνεται κατά την Β Ενετική περίοδο (1386 μ.Χ – 1799μ.Χ).
Οι πληθυσμοί που συρρέουν στην Κέρκυρα μετά το 1453 μ.Χ είναι κυρίως πρόσφυγες από περιοχές που περνούσαν στην κυριαρχία των Οθωμανών. Κωνσταντινοπολίτες, Βούλγαροι και κάτοικοι των γύρω περιοχών αποτελούν το πρώτο πολυπληθές κύμα προσφύγων που εγκαθίσταται στην Κέρκυρα.
Το δεύτερο μεγάλο κύμα προσφύγων προέρχεται κυρίως από την Πελλοπόνησο μετά την κατάληψη της από τους Οθωμανούς και την σθεναρή αντίσταση των Στραντιώτι του Κροκόνδηλο Κλαδά. Τουλάχιστον 10.000 Στραντιώτι η Εστραντιώτα , όπως λέγονταν οι υπερασπιστές της Πελλοπονήσου μαζί με τον άμαχο πληθυσμό , δηλαδή τουλάχιστον 40.000 άνθρωποι επιβιβάστηκαν στις Βενετικές γαλέρες και μοιράστηκαν στα Επτάνησα.
Το τρίτο μεγάλο κύμα προσφύγων προερχόταν από την Κρήτη μετά την κατάληψη της από τους Οθωμανούς το 1.630 μΧ. και την Κύπρο, νωρίτερα, (1571) με την Κατάληψη της Αμμοχώστου.
Σε αυτή την σημαντικότερη περίοδο της Κέρκυρας διαμορφώνεται η Γλώσσα , η μουσική , το θέατρο , η τοπική ενδυμασία , η κουζίνα και όλες εν γένει οι σχετικά νέες πολιτιστικές μας παραδόσεις , ο απόηχος των οποίων φτάνει ως τις μέρες μας ολοένα και πιο εξασθενημένος.
Η γλώσσα των Κερκυραίων διαμορφώθηκε εκείνη ακριβώς την περίοδο και οι επιδράσεις ήταν πολλές. Οι βασικότεροι όμως συντελεστές ήταν : Οι Ενετοί και η εγκατάσταση στο νησί των φυγάδων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ) .
Η μετακίνηση προσφύγων με την εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μεγάλη και από διαφορετικά μέρη , δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε τους τσιγγάνους της Βαγενετίας (μίας περιοχής βόρεια της Θεσπρωτίας το 1370-1386). Τους Εβραίους που ήρθαν από την Απούλια, την Καλαβρία και την Σαρδηνία (1490) , από την Νεάπολη (1494) και τέλος από την Πορτογαλία (1571).




ΟΙ ΕΝΕΤΟΙ (Β περίοδος 1386 μ.Χ - 1797 μ.Χ
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της ιστορίας του νησιού οι Ενετοί μπορούσαν , είχαν ανάγκη και ακολούθησαν εντελώς διαφορετική στρατηγική.
Η αρχή των Ενετών που συμπυκνωνόταν στην φράση “Siamo prima Veneziani et poi Cristiani” υποδήλωνε ότι ενδιαφερόταν κυρίως για τα οικονομικά τους συμφέροντα και δευτερευόντως για την γλώσσα η το θρήσκευμα των κατοίκων της κάθε περιοχής στην οποία κυριαρχούσαν.
Η Κέρκυρα τους ενδιέφερε περισσότερο σαν διαμετακομιστικός σταθμός και λιγότερο ως προκεχωρημένο φυλάκιο παρόλο που εδώ έφτιαξαν δυο από τα πιο ακριβά και μοντέρνα φρούριά τους.
Το λιμάνι της Κέρκυρας έγινε κέντρο εμπορικής διέλευσης των εμπορικών τους πλοίων, οι νεοφερμένοι κάτοικοι του νησιού ενθαρρυνθήκαν για την δενδροφύτευση ολόκληρου του νησιού με ελαιόδεντρα . Το λάδι ήταν ένα προϊόν στρατηγικής σημασίας για τους Ενετούς . Με αυτό ως καύσιμο εξασφάλιζαν τον φωτισμό των πόλεων και επιπλέον παρήγαγαν το πράσινο σαπούνι, το μοναδικό απορρυπαντικό της εποχής. Σχηματίζεται εκείνη την εποχή η τάξη των αριστοκρατών , η αγροτική τάξη και η πολυπληθής τάξη των δουλοπάροικων.
Όπως ήταν φυσικό η Ενετική ήταν η επίσημη γλώσσα. Σε αυτήν συντασσόταν τα επίσημα έγραφα , οι προκυρήξεις , τα συμβόλαια , τα έντυπα εν γένει . Ταυτόχρονα η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά την ισχυρή θέση της Καθολικής Εκκλησίας, χρησιμοποιεί τον δικό της γραπτό και προφορικό λόγο.
Παράλληλα διαμορφωνόταν και η γλώσσα των απλών ανθρώπων που σε πολλές περιπτώσεις ,ιδιαίτερα στα πιο απομονωμένα χωριά είχαν πολύ ασθενείς δεσμούς με την κεντρική εξουσία.
Η Γλώσσα του λαού της Κέρκυρας εκείνη την εποχή διαμορφώνεται κυρίως από την επιρροή της Ενετικής και
από την επιρροή των φυγάδων από την Κύπρο και την Κρήτη οι οποίοι είχαν διαφυλάξει πολλά στοιχεία της Αρχαιοελληνικής αν και βρισκόταν υπό την Ενετική επικυριαρχία. Εάν προσθέσουμε και το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των Κρητών ,που μπόρεσε να αντέξει οικονομικά ένα τόσο μεγάλο ταξίδι εκείνης της εποχής άνηκε στις πιο εύπορες τάξεις , μπορούμε να συμπεράνουμε γιατί η επίδραση των Κρητών ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με πρόσφυγες άλλων περιοχών. Στα Επτάνησα , μετά την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ελλαδικό χώρο , διαμορφώθηκε μια άλλη γλώσσα που συντέθηκε από την εξέλιξη της αρχαιοελληνικής κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα , και από την εξέλιξη της Λατινικής στην Βενετική κατά την ίδια περίοδο. Η συνάρθρωση της ήταν τέτοια που της έδινε τα χαρακτηριστικά μίας άλλης γλώσσας. Οι αλλεπάλληλες ιστορικές αλλαγές όμως δεν επέτρεψαν να μορφοποιηθεί με έναν πιο οριστικό τρόπο. Ο γραπτός και κυρίαρχος λόγος οριζόταν από την ιστορική συγκυρία.
Η αρχαιοελληνική γλώσσα άντεξε κατά την διάρκεια του μεσαίωνα για τους παρακάτω λόγους . Πρώτον υπήρξε μια από τις θεμελιώδεις γλώσσες του αρχαίου κόσμου και επικράτησε σε ολόκληρη την μεσόγειο, δεύτερον έγινε η επίσημη γλώσσα της ανατολικής Ρώμης , ως εκ τούτου και η επίσημη γλώσσα της ορθόδοξης εκκλησίας , και τρίτον οι εναπομείναντες αρχαίοι Έλληνες που περιοριστήκαν σε νησιά του νότου, μπόρεσαν να διαφυλλάξουν πολλά στοιχεία της γλώσσας τους.
Η Ενετική Γλώσσα έχει ως βασικό κορμό την Λατινική ωστόσο υπάρχουν πλήθος λέξεων που δεν είναι, μέχρι και σήμερα κατανοητές στην υπόλοιπη Ιταλία. Ακόμα και ο γραπτός λόγος των Ενετών έχει σημαντικές διαφορές . Η επίδραση της Ενετικής Γλώσσας στην διαμόρφωση της γλώσσας των Κερκυραίων εκείνης της εποχής ήταν καθοριστική. Λέξεις που καν δεν υποψιαζόμαστε, παρόλο που τις χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα έχουν την ρίζα τους σε αυτήν . [Από εδώ και πέρα αρχίζει ένα κατεβατό παραδειγμάτων .Η λέξη τσίτο , για παράδειγμα , που χρησιμοποιούμε για να διώξουμε τον γάτο, είναι Ενετική, προφέρεται ακριβώς έτσι και γράφεται Zitto που σημαίνει, σώπασε – σκασμός!
Επίσης η λέξη Μπότζος, το μπαλκόνι δηλαδή των παλιών χωριάτικων σπιτιών όπου είχαν εξωτερική πέτρινη σκάλα και αποθηκευτικό χώρο από κάτω , προέρχεται επίσης από την Ενετική λέξη Pozo και σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Ακόμα και σήμερα θυμόμαστε εκφράσεις των γονιών μας και των παππούδων μας που μας φαίνονται ακατανόητες . Όταν η γιαγιά ήθελε να ειρωνευτεί τον παππού που ρωτούσε αυστηρά , έλεγε : « Ορίστε !! Ήρθε για λεζάμινα ο τενέντες». Όπου λεζάμινα βγαίνει από το esaminante = εξεταστής , και Tenente = ανθυπολοχαγός. Η ακόμα μέχρι και πρόσφατα όταν κάποιος αγρότης ξεκινούσε να πάει τα προϊόντα του στην πόλη για να τα πουλήσει του έλεγαν να προσέχει γιατί «στου Τρουμπέτα έχει μαζευτεί όλο το φάρι τσίβιλι» και εννοούσαν την «φάρα των ελεγκτών του κράτους» , κάτι σαν την σημερινή Υπηρεσία δίωξης οικονομικού εγκλήματος . Επίσης πάμπολλα τοπωνύμια έχουν Ενετική προέλευση .
Το Λαζαρέτο, το νησάκι που βρίσκεται απέναντι από τις Αλυκές και πού είναι γνωστό ως τόπος εκτελέσεων μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ονομάστηκε έτσι επειδή επί Ενετών το χρησιμοποιούσαν ως Λοιμοκαθαρτήριο. Σαν τόπο δηλαδή που άφηναν όσους είχαν μολυσματικές ασθένειες . Στην Ιταλική γλώσσα η λέξη Lazzareto είναι συνώνυμη του λοιμοκαθαρτηρίου αλλά καθιερώθηκε επειδή στην Βενετία χρησιμοποιούσαν ως λοιμοκαθαρτήριο το νησάκι του Αγίου Λαζάρου που βρίσκεται ανοιχτά της πόλης.
Οι Κάρτε Λάκουες , το τμήμα της Ευγενίου Βουλγάρεως απέναντι από το San Giacomo, κατά την πιθανότερη εκδοχή πήρε αυτό το όνομα επειδή εκεί στεγαζόταν ένα στρατιωτικό άγημα που φρουρούσε το υδραγωγείο της πόλης η Guardia del Acgua . Κατά την δεύτερη εκδοχή πήρε το όνομα από το Calle del Acgua που σημαίνει δρόμακι του νερού .
Το ακρωτήριο του παλαιού φρουρίου ,το γνωστό Καποσίδερο έχει την προέλευση του από την ονομασία Capo di San Isidoro .
Οι Κουλίνες το γνωστό προάστιο των εργατικών πολυκατοικιών πήρε το όνομά του από την ιταλική λέξη Collina που σημαίνει λόφος.
Ενώ η συνοικία Κωτσέλα έχει Μαλτέζικη προέλευση από ένα νησάκι της Μάλτας που ονομάζεται Gozo
Οι Παξινοί ονόμαζαν το καΐκι που έφερνε το ταχυδρομείο στο νησί Ταραντέλα Καριέρα . η μεν λέξη Ταραντέλα προέρχεται από ένα είδος διχτυού που οι ψαράδες ονόμαζαν έτσι γιατί το παρομοίαζαν με το δίχτυ της αράχνης Tarantella και ονόμασαν έτσι και αυτό το είδος ψαροκάικου . Η δε λέξη Καριέρα προέρχεται από την λέξη Corierre που σημαίνει διανομή .
Τον 15ο 16ο και 17ο αιώνα οι κάτοικοι του δημιουργούσαν ένα άλλο συνολικό τρόπο έκφρασης. Παράφραζαν και προσάρμοζαν πολλές από τις Ενετικές λέξεις καθώς και λέξεις με αρχαιοελληνική ρίζα.
Αντίθετα με όσα αναφέρουμε παραπάνω ,η επίδραση των άλλων προσφύγων δεν είναι τόσο εμφανής η δεν έχουμε σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση της Γλώσσας.
Το παράξενο είναι ότι ενώ ήταν μια πολυπληθής ομάδα εποίκων και μάλιστα οικονομικά ισχυρή, για λόγους που θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω δεν έχουν αφήσει ισχυρά σημάδια στην γλώσσα τουλάχιστον . Η συμβολή τους στην κυριαρχία της ορθόδοξης πίστης είναι προφανής παρόλο που στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική το Βυζαντινό μοντέλο δεν υπερίσχυσε.
Οι εκκλησίες με τρούλους και βυζαντινά καμπαναριά είναι ελάχιστες στο νησί ενώ η βυζαντινή αγιογραφία έρχεται αρκετά αργότερα από Κρήτες αγιογράφους.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους Εστραντιώτι του Κροκόνδηλο Κλαδά που ήλθαν στα Επτάνησα το 1485 μ.Χ .
Ο Κροκόνδηλος η Κροκόδηλος η Ακροκόνδηλος Κλαδάς με υπαρχηγούς τον Μερκούριο Μπούα και τον Δημήτριο Μποζίκη ήταν ο μεγαλύτερος ίσως φεουδάρχης της Πελοποννήσου και ο ηγέτης του στρατεύματος που αμύνθηκε της Πελλοπονήσου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι Οθωμανοί χρειάστηκε να πολεμήσουν δεκατρία χρόνια έως ότου καταφέρουν να εκδιώξουν τους μαχητές της Πελλοπονήσου. Η σημαία τους είχε ένα μαύρο δικέφαλο αετό σε κόκκινο φόντο, και ήταν η πολεμική σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Προέρχονταν από Αλβανούς που κατέβησαν στην Πελλοπόνησο την εποχή των Βυζαντινών και ομιλούσαν μια γλώσσα που περιείχε βασικά αρχαία Ιλλυρικά και Λατινικά, τις βασικές δηλαδή γλώσσες πάνω στις οποίες στηρίζεται η σημερινή Αλβανική γλώσσα. Τους πλυθησμούς αυτούς είχαν φέρει στην Πελοπόννησο οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου Μανουήλ Καντακουζηνός το 1350 , Νέριος Ατζαϊόλης το 1384 και ο Θεόδωρος Παλαιολόγος το 1405.
Στην Κέρκυρα, αν και δεν γνωρίζουμε το αριθμό, θα πρέπει να ήλθαν μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τρεις ως πέντε χιλιάδες . Πολλοί έμειναν στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε «Στρατιά», πάνω από τη Γαρίτσα, που εκείνη την εποχή η περιοχή ονομάστηκε «Αναπλίωτικα». Πήραν κτήματα και αποτελούσαν για παρά πολλά χρόνια ένα σώμα πολιτοφυλακής .
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την επίδρασή τους στην διαμόρφωση της Γλώσσας μας. Αυτό μπορεί ίσως να εξηγηθεί ως εξής : Οι πληθυσμοί αυτοί έζησαν σε συνθήκες όπου το βάρος της ενοποίησης δεν δινόταν στην κοινή γλώσσα αλλά στην κοινή Θρησκεία. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αλλά και η Οθωμανική αργότερα δεν έκαναν καμιά σημαντική προσπάθεια για την επιβολή μιας ενιαίας γλώσσας στην επικράτεια τους. Επομένως δεν υπήρχε το αίσθημα που υπάρχει ακόμα και σήμερα για την σημασία της γλώσσας ως ενοποιητικού στοιχείου παρόλο που στο ύστερο Βυζάντιο όμως από 12ο αι. και έως το τέλος ,η Ελληνική ήταν μια ισχυρή ταυτότητα του βυζαντινού.
Οι Στραντιώτι αφενός δεν ένιωθαν καμία ιδιαίτερη σημασία για την αξία της διατήρησης της γλώσσας τους , αφετέρου βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον φιλικό για αυτούς και ισχυρότερο πολιτιστικά με συνέπεια να αφομοιωθούν . Δεν συνέβη το ίδιο και με την θρησκεία όπου ακριβώς επειδή την θεωρούσαν πολύ σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας τους την διατήρησαν με την ανοχή των Ενετικών αρχών.
Αντίθετα στη Ζάκυνθο φαίνεται να είχαν μια εμφανή επίδραση τόσο στη γλώσσα όσο και στα έθιμα. Όπως αναφέρεται στο άρθρο του Δικαίου Βαγιακάκου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ και αφορά την καταγωγή του Διονυσίου Σολωμού από το γένος της μητέρας του, με τίτλο «Οι Νίκλοι της Ζακύνθου», αναφέρονται τα εξής «..Κατόπιν τούτου, ήτο πολύ φυσικόν το πλήθος των Μανιατών να ασκή επίδρασιν εις τον δημόσιον βίον και τα έθιμα των Ζακυνθίων, αλλά και εις την διάλεκτον της περιοχής εις την οποίαν κατώκουν. Ούτω, ο Προβλεπτής Marco Basadonna Revorsi εις έκθεσίν του της 6ης Μαρτίου 1546 προς τον Δόγην γράφει ότι «έχει πολύ αυξηθή ο αριθμός των ξένων εις την πόλιν και τα περίχωρα, ιδίως των Κορωναίων και των Μανιατών, ώστε συνενούμενοι κατά τας εκλογάς, εκλέγουν κατ’ έτος τους κατά την γνώμην των άξιους, πράγμα το όποιον επιφέρει την αποτυχίαν των εντοπίων και την δημιουργίαν παραπόνων». Ό Μύλλερ επίσης αναφέρει ότι «εις την ανάμειξιν του πληθυσμού απέδιδον οι Βενετοί διοικηταί και την δυσκολίαν της τηρήσεως της τάξεως εις την νήσον. Και μάλιστα οι φόνοι ήσαν συχνοί και οι εκ Μανής μετανάσται ετήρουν και προς τους Ζακυνθίους την συνήθειαν της εκδικήσεως του αίματος…».



Οι Κρητικοί και οι Κύπριοι φαίνεται ότι μπόρεσαν να διατηρήσουν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής Γλώσσας παρά την μακραίωνη επαφή τους τόσο με τους Ενετούς όσο και αργότερα με τους Οθωμανούς. Όπως αναφέρει η Χρύσα Μαλτέζου στο βιβλίο της «Κρήτη , ιστορία και πολιτισμός» «…Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι οι παλιοί Ενετοί «έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα και, επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό…να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα. Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, ..» [αυτό συνέβη και στην Κέρκυρα, σύμφωνα με την Α. Νικηφόρου: «Θρησκευτικές τελετές στην Κέρκυρα….»]
Η συμβολή των Κρητών στην διαμόρφωση της γλώσσας μας είναι εμφανέστατη. Για παράδειγμα λέξεις όπως περαθιό , κατωθιό τις έφεραν οι Κρητικοί και μάλιστα τις συναντάμε πιο έντονα σε χωριά όπου οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Κρήτες όπως Άγιοι Δέκα , Σταυρός, Επισκοπή, Κρητικά , κλπ. Επίσης το άρθρο Τσί προέρχεται από τους Κρητικούς και μάλιστα η χρήση του ήταν πολύ περισσότερη και πολύ περισσότερο «Κρητική» όσο προχωράμε βαθύτερα στο χρόνο.

Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα ένα από τα χαρακτηριστικότερα ποιήματα της Κρήτης εκείνης της Περιόδου ( ο Βιτσέντζο Κορνάρος το έγραψε την εποχή της κατάληψης της Κρήτης από του Οθωμανούς) , έγινε αντικείμενο γλωσσολογικής μελέτης από Κερκυραίους διανοούμενους του περασμένου αιώνα όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και μάλιστα υπήρξε και έκδοση του προσαρμοσμένο στην υπό διαμόρφωση Κερκυραϊκή Γλώσσα . Μάλιστα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έχει γίνει στην Κέρκυρα η πρώτη μελοποίηση του . Όπως αναφέρει σε μελέτη ο Στέφανος Κακλαμάνης καθηγητής Νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Κρήτης «….Το 1713 κυκλοφόρησε στη Βενετία η πρώτη έκδοση του έργου από τον τυπογράφο Αντώνιο Bortoli. Στον πρόλογό του ο Bortoli, αναφερόμενος στους λόγους που τον παρακίνησαν σε μια τόσο πολυδάπανη πρωτοβουλία, προσθέτει την πληροφορία ότι στα χρόνια του ο Ερωτόκριτος γνώριζε μεγάλη διάδοση ανάμεσα στους Κρητικούς που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα μετά την κατάκτηση της πατρίδας τους από τους Τούρκους. Τονίζει επίσης τον κόπο και τον μόχθο που (ο ανώνυμος Κρητικός επιμελητής) κατέβαλε για να διορθώσει το κείμενο, το οποίο στα διάφορα χειρόγραφα που είχε στη διάθεσή του ήταν γεμάτο «σφάλματα, αλλοιώσεις, παραλλαγές και διαφθορές σχεδόν ακατάληπτες»…»
Πολλές λέξεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής τις χρησιμοποιούμε στην Κέρκυρα μέχρι και σήμερα . Αναφέρω μόνο μερικά αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο .

«….Καβαλικευγει σαν αϊτός στο φόρο κατεβαίνει….»

«….τη θυγατέρα του Ρηγός , τ’αφέντη μας την κόρη
οπ’άνεμος δε τσή δωκε ,ουδ’ήλιος την εθώρει..»

«….Αδέρφι δε μπορώ στο κόσμο πλιό να ζήσω…..»

«….και τα’άρματά του με μαγνιά ήτανε σκεπασμένα
Και με χρυσά αποπανωθιό δέντρα περιπλεγμένα…..»

Επίσης πολλές λέξεις που βρίσκουμε στο ποίημα τις χρησιμοποιούμε και εμείς όπως Αγκούσα, Αδειά, Ανάπαψη, Απόστα, Ανυφαντής, Αργατινή, Αρθούνι, θαράπαψη, Κανίσκι, Νοδάρος, Ξεπεριορίζωμαι, Ογκιά, Παβιόνι, Πλιός, Ριμάρω, Σκότιση, Τζόγια, Φλέτζα, Φόρος και πολλές άλλες.




Τέλος το πλήθος των ονομάτων «Ρωτόκριτοι» και «Αρετές» που συναντάμε στα χωριά ,κυρίως με μεγάλη Κρητική παράδοση φανερώνει την ανθεκτικότητα των παραδόσεων .
Χρειάζεται νομίζω να υπογραμμίσουμε εδώ ότι οι διανοούμενοι εκείνων των εποχών απέφευγαν να γράφουν στην γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο λαός ακόμα και άν τα έργα τους σήμερα τα χαρακτηρίζουμε αυθεντικά λαϊκά έργα. Όπως γράφει στον πρόλογο του «Ερωτόκριτου» ο Γιάννης Μαυρομάτης « ..ο Βιντζενζο Κορνάρος αποφεύγει συστηματικά τα «λόγια» στοιχεία και πολλές λέξεις απ’όσες ήταν σε χρήση στον προφορικό λόγο…». Έτσι εξηγείται γιατί και η γλώσσα των διανοουμένων και της Γραφειοκρατίας και στην Κέρκυρα ήταν σχεδόν ακατανόητη για τον λαό.
Οι Κρητικοί επέδρασαν σημαντικά και σε άλλους τομείς της πολιτιστικής μας παράδοσης όπως για παράδειγμα στην τοπική ενδυμασία ,όπως αυτή καθιερώθηκε στις μέρες μας, καθώς και στην τεχνοτροπία της αγιογραφίας . Στο Βυζαντινό μουσείο της Κέρκυρας , στον Ναό της Παναγίας της Αντιβουνιώτησας στα μουράγια , οι αγιογραφίες με βυζαντινή τεχνοτροπία της Κρητικής σχολής κυριαρχούν χρονολογικά αμέσως μετά την άφιξη των εποίκων Κρητικών στην Κέρκυρα.




ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΩΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (Γάλλοι Δημοκρατικοί, Επτάνησος πολιτεία, Γάλλοι Αυτοκρατορικοί, Αγγλοκρατία, Ένωση των Επτανήσιων με την Ελλάδα 1797μ.Χ – 1864 μ. Χ).


Η περίοδος που ακολουθεί είναι για την Κέρκυρα και γενικά για τα Επτάνησα , εποχή μεγάλης αστάθειας και μεγάλων ιστορικών αλλαγών .
Μετά την Γαλλική επανάσταση τα στρατεύματα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη αποβιβάζονται στην Κέρκυρα και στα δύο χρόνια που βρίσκονται στο νησί αρχίζει η ουσιαστική αποδόμηση του προαιώνιου καθεστώτος της Αριστοκρατίας.
Η εξέγερση των Κερκυραίων εναντία στο διεφθαρμένο και ιστορικά παρακμασμένο φεουδαρχικό καθεστώς , το «ρεμπελιό των ποπολάρων» στη Ζάκυνθο, γίνεται υπό την ένοπλη κάλυψη και συμμετοχή των Γάλλων Δημοκρατικών.
Η αριστοκρατία αμύνθηκε υποδαυλίζοντας αντιδράσεις για διάφορα , θρησκευτικού χαρακτήρα ζητήματα , όπως για την συμμετοχή της εβραϊκής κοινότητας στην δημοκρατική αντιπροσωπευτική συνέλευση .
Παρά τις αντιδράσεις όμως και παρά το βραχύβιο της παραμονής των Γάλλων , ο δρόμος για την κατάρρευση της αριστοκρατίας είχε ανοίξει.
Συμβόλαια , χρεόγραφα , τίτλοι ιδιοκτησίας των μεγάλων οικογενειών και δυστυχώς πολλά ιστορικά έγγραφα , καίγονται στην πάνω Πλατεία ή στο σημερινό Πεντοφάναρο.
Μέλη οικογενειών της αριστοκρατίας απαγχονίζονται και άλλοι στέλνονται ως εργάτες γης σε αγροτικές οικογένειες . Πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν από τους χωρικούς επειδή δεν άντεχαν τις σκληρές αγροτικές εργασίες και άλλοι πέθαναν από τις αρρώστιες και τις άσχημες συνθήκες ζωής.
Οι Κερκυραίοι Ιακωβίνοι με αρχηγό το Γρασσέτη κατάφεραν μέσα σε δυο χρόνια να δημιουργήσουν ένα νέο ιστορικό σκηνικό.
Οι Μαντουκιώτες Ιακωβίνοι ήταν από τους τελευταίους υπερασπιστές του παλαιού φρουρίου κατά την πολιορκία των Ρωσσότουρκων και την παράδοση των Γάλλων δημοκρατικών.
Η σύντομη περίοδος τόσο των Γάλλων δημοκρατικών, της Επτανήσου πολιτείας όσο και των Γάλλων Αυτοκρατορικών δεν άφησε ιδιαίτερα σημάδια και επιρροές στην γλώσσα των Κερκυραίων . Ορισμένες λέξεις καταγράφονται στο γλωσσάριο που ακολουθεί όπως για παράδειγμα η λέξη Μποκές που προέρχεται από την Γαλλική λέξη Bouguette .


Η περίοδος της Αγγλοκρατίας που ακολούθησε (1814 μ.Χ -1864μ.Χ) ήταν η εποχή μεγάλης οικοδομικής δραστηριότητας και επέκτασης της πόλης, καθώς και των πρώτων δειλών βημάτων της βιομηχανικής ανάπτυξης της Κέρκυρας.
Το 1819 έρχονται οι πρόσφυγες από την Πάργα η οποία πέρασε στο έλεγχο των Οθωμανών, και το 1828 προστίθενται στον πληθυσμό οι 5.000 Μαλτέζοι εργάτες που ήταν φημισμένοι τεχνίτες πέτρας και κατοίκησαν στις παρυφές της πόλης , στου Κωτσέλα , στους Καπουτσίνους και στο Σολάρι.
Οι Μαλτέζοι κράτησαν τις θρησκευτικές τους παραδόσεις, γλωσσικά όμως ενσωματώθηκαν. Άλλωστε η νεοσύστατη αστική τάξη τους θεωρούσε υποδεέστερους και οι ίδιοι ένοιωθαν για πολλά χρόνια ως ξένοι οικονομικοί μετανάστες.
Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας έχουμε μια μικρή αλλά εμφανή επίδραση στην διαμόρφωση της γλώσσας.
Μολονότι οι Κερκυραίοι δεν συμπαθούσαν τους Άγγλους αφενός, αλλά θεωρούσαν και εξαιρετικά δύσκολη τη γλώσσα τους, αρκετές λέξεις ενσωματώθηκαν στο λεξιλόγιο μας εντελώς παραφρασμένες. Η λέξη «Πίτσιρουρή» που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά στα παιχνίδια του δρόμου και υποδήλωνε ευστοχία ( «το πίτυχε μες στο πιτσιρουρή»), έχει αγγλική προέλευση . Οι Άγγλοι παίκτες του Κρίκετ όταν πετύχαιναν το στόχο τους αναφωνούσαν “Pitch in the ring” που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, «στο κέντρο του δακτυλιδιού» και εννοούσαν «διάνα».
Επίσης το γνωστό αποξηραμένο ψάρι Στακοφίσι που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής Κερκυραϊκής κουζίνας προέρχεται επίσης από τις Αγγλικές λέξεις Stock fish που σημαίνουν «αποθηκευμένο ψάρι» .


Ο ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ ΛΟΓΟΣ
Η γλωσσική προσαρμογή μας και συμμετοχή μας στην νέα Ελληνική Γλώσσα ήταν ένα ιστορικό ευτύχημα. Η συμμετοχή μας στην διαρκή διαμόρφωση μιας γλώσσας που εδράζει στην Αρχαία Ελληνική μας έδωσε την ευκαιρία να ζυμωθούμε με μια από τις σπουδαιότερες γλώσσες του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν είναι μόνο η γοητεία που ούτως η άλλως ασκεί η αρχαία ελληνική αλλά και οι δυνατότητες οι οποίες «κληροδοτήθηκαν» στην νέα Ελληνική. Η γλώσσα μας σήμερα είναι μια από τις περισσότερο εύπλαστες γλώσσες. Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μια νέα λέξη προκειμένου να περιγράψει καλύτερα κάτι, χωρίς να κινδυνεύει να αντιμετωπίσει έναν άκαμπτο γλωσσικό νόμο.
Κάποτε συνομιλούσα με έναν Ιταλό διανοούμενο (ο οποίος έχει σπουδάσει συν τοις άλλοις και την αρχαία Ελληνική). Στην διάρκεια την συζήτησης προσπαθούσε να βρει μια κατάλληλη λέξη. Προκειμένου να τον διευκολύνω του πρότεινα την λέξη «αιωνιοποίηση» . Με κοίταξε κατάπληκτος και με ρώτησε αν υπάρχει στο λεξιλόγιο μας τέτοια λέξη. Του απάντησα ότι δεν ξέρω και ότι απλώς νομίζω ότι μια τέτοια λέξη θα μπορούσε να ορίσει κάτι που από πεπερασμένο μετατρέπεται σε αιώνιο. Μου απάντησε ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μιλάμε αυτή τη γλώσσα.
Την ίδια τύχη είχαμε που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας πολλά από τα στοιχεία της παλαιάς γλώσσας των Κερκυραίων και ταυτόχρονα την ατυχία να παρατηρούμε άπραγοι την σταδιακή της εξαφάνιση.
Είχαμε την ιστορική ευκαιρία να ζυμωθούμε γλωσσικά ανάμεσα στις σπουδαιότερες και θεμελιώδεις Γλώσσες του ανθρώπινου πολιτισμού . Λίγοι πληθυσμοί είχαν μια ανάλογη ευκαιρία .
Αυτό ακριβώς μας δίνει την δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε με θαυμασμό και σεβασμό την ιδιαίτερη πορεία του πολιτισμού του κάθε τόπου. Ενώ ταυτόχρονα μας υποχρεώνει να δείξουμε τον ίδιον σεβασμό για τον δικό μας πολιτισμό.
Αυτή την στιγμή λειτουργούν στην Ελλάδα πάνω από δέκα τμήματα Γλωσσολογίας αντίστοιχων φιλοσοφικών σχολών των πανεπιστημίων μας. Χρειάζεται επιτέλους να ξεκινήσει μια σοβαρή προσπάθεια πάνω στις γλώσσες που συναντήθηκαν εδώ.
.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

| | Posted On



     ΟΙ  ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

                 ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται σε περίοπτη θέση δίπλα από το πέτρινο γεφύρι στο κέντρο του χωριού ,είναι περιστοιχισμένη από υψηλό τείχος με τρεις εισόδους (πορτόνια)  περικλείοντας την εκκλησία, το κοιμητήριο και ένα μικρό κελί .Δυτικά και έξω από την εκκλησία  είναι το ελαιουργείο της (σήμερα μουσείο ελιάς).
Πότε ακριβώς κτίστηκε δεν έχουμε ακριβής πληροφορία, εκτιμάται στα τέλη του 14ου αιώνα  και ήταν ιδιόκτητος της οικογένειας Δόικα-Βλάχου .Εις τους μετέπειτα χρόνους και ως το 1820 η εκκλησία αναφέρεται ως «γιους πατρωνάτους» κύριους του ναού την οικογένεια Marcello τιμαριούχου της περιοχής. Αργότερα επανήλθε στη κυριότητα Δόικα ,η οικογένεια Βλάχου που αναφέρεται σαν κτήτορας έχασε το δικαίωμα της πιθανόν λόγω έλλειψης απογόνων η για κάποιο άλλο λόγο, σήμερα είναι ενοριακή.
Ο ναός έχει ψηλό καμπαναριό και είναι θεατός από το λιβάδι του Ρόπα. Το τέμπλο είναι κατασκευασμένο από κερκυραϊκό μάρμαρο (τουφόπετρα) το 1673.Πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει η εξής επιγραφή: « αχοΓ Αυγούστου 6 εγίνητο ΤΕΠΛΟ κε ύτανε κου μεσΗα Τονυς ΤοΗκας κε ατρούτσος Βλάχος» .Οι εικόνες του Τέμπλου  και η ζωγραφική της Ουρανίας  είναι του Κερκυραίου αγιογράφου Δ. Σγούρου. Τα «ντεπόζιτα» είναι αριστουργήματα κατασκευασμένα το 1925 από τον Κερκυραίο αγαλματοποιό Ευάγγελο Γ. Κάλλο από μάρμαρο Πεντέλης. Τα στασίδια είναι σε άριστη κατάσταση παλαιότερα οι δυο πλευρές κοσμούνταν με τοιχογραφίες που η αμάθεια των επιτρόπων ,συνέβαλε στην εξαφάνιση τους ,γκρεμίζοντας τους τοίχους η επιχρίζοντας με ασβέστη. Λέγεται μάλιστα ότι μια από αυτές εικόνιζε τον Μέγα Αλέξανδρο. Σήμερα σώζονται μόνο οι τοιχογραφίες εντός του Ιερού. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι καλός και προκαλεί δέος και κατάνυξη. Ο γυναικωνίτης υπάρχει και σήμερα και είναι «καφασωτός» μέχρι την οροφή όχι όμως με την παλιά μορφή. Οι δειλές προσπάθειες των γυναικών να εκκλησιάζονται στον κυρίως Ναό από το 1814 και μετά προκάλεσε την οργή του προέδρου της τότε Ιονίου Βουλής Ε. Θεοτόκη προς τον Τοποτηρητή Χρύσανθο Κεφαλά., έφερε όμως σιγά σιγά το ποθούμενο αποτέλεσμα.
 Η μνήμη της γιορτάζεται 17 Ιουλίου με ευλάβεια και με συρροή πιστών από τις γύρω περιοχές. Κατόπιν ακλουθεί παραδοσιακό πανηγύρι από τα παλιά χρόνια εως σήμερα.
  Οι εφημέριοι της Αγίας Μαρίνας από το 1600 έως το 1850 ήταν οι εξης:1. Παπάς Ματθαίος Δόικας 1605-1630 2.Ιερομόναχος Παρθένιος Ξάνθος 1630-: 3. Παπάς Αλεβίζης Δόικας 1678-: 4.Παπάς Δημήτριος Δόικας 1678-: 5.Παπάς Τζανής Βλάχος 1707-: 6.Παπάς Ανδρέας Δόικας 1711-:7. Παπάς Αντρουτσος Ντογηκας(Δοικας) 1716-: 8. Ιερομόναχος Ιωακείμ Βλάχος 1721-:  9.Παπάς Γεώργιος Βλάχος Ιερομνήμων Μέσης 1730-1750  10.Ιερομόναχος Αθανάσιος Δόικας 1730-1745  11.Παπάς Πρέμητας Δόικας 1745- :  12.Παπας Νικολαος Κορακιανιτης εκ χωριου Κρηνης 1759-1760  13.Παπας Παναγιώτης  Δόικας του Αλιβίζι  1760-1803  14.Ιερομόναχος Καλλίνικος Βιδινιώτης 1765-1820 (Από το έτος 1817 καθηγούμενος της Μονής της Παλαιοκαστρίτσας) 15.Παπάς Ιωάννης Δόικας του Παπά Παναγιώτη 1803-1835 και 16.Ιερομόναχος Άνθιμος Ντόικας 1823-:
                            ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Παλαιότερο γυναικείο μοναστήρι, από σχετικό έγγραφο των Πρωτοπαπάδων Κέρκυρας (δέσμη 25 σελίδα 185 του έτους 1737) διαβάζουμε : «Ο Ιερομόναχος Ιωακείμ Βλάχος ,Τζώρτης Ασπρέας ,Σπύρος Βλάχος ,Δούλης Βλάχος ,Νικόλαος Βλάχος ,Ανδρέας Βιδινιώτης, Αντώνιος Μακρής και Θεόδωρος Βιδινιώτης ήταν αδελφοί του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου»

       ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ
Το Βιβλίο Απογραφής των Εκκλησιών το 1786 αναφέρει «γιους πατρωνάτους κατά πατρικόν δίκαιον» τους υιούς Μαρίνου Περδικομάτη  Σπύρου Δόικα».

             ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
Στην καταγραφή  του έτους 1786 Βαρονίας Marcello αναφέρεται ότι : «χωράφι  αμπελωμένο με μέσα τα σημεία της παλαιάς εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας» άρα είχε καταστραφεί στις οθωμανικές επιδρομές το 1716.


ΚΕΡΚΥΡΑΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ




      Οι φορεσιές ήταν συνήθως φτιαγμένες και κεντημένες στο σπίτι από τις ίδιες και τις γυναίκες της οικογένειας. Οι γυναικείες γιορτινές ενδυμασίες, χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα και την πολυχρωμία των σχεδίων, την ποικιλομορφία ανάλογα με την περιοχή προέλευσης, την φαντασμαγορία των κεντημάτων, τα περίτεχνα κεφαλοκαλύματα, τα βαρύτιμα και μεγαλόσχημα κοσμήματα.  

(1) Mπουστίνα
(2) Πεσελί  
(3) Κεφαλόδεσμοι 
Φορεσιά

 
    Αξιόλογα κομμάτια της γυναικείας κερκυραϊκής φορεσιάς : 

  • Η μπουστίνα : σκεπάζει το στήθος πάνω από το πουκάμισο και είναι από λεπτό λινό, βαμβακερό ή μετάξινο πανί με πολλά κεντητά ποικίλματα, όπου και καρφώνανε τα χρυσά γαμήλια δώρα. 
  • Το πεσελί : είναι το αριστοτεχνικό συμπλήρωμα της γαμήλιας ενδυμασίας, δώρο του γαμπρού στη νύφη. Από ζωηρόχρωμο βελούδο, κεντημένο με χρυσοκλωστή με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια, στολισμένο με χρυσογάιτανα και ασημένια ή χρυσά κουμπιά, ακολουθούσε τις γιορτινές εμφανίσεις της γυναίκας για την υπόλοιπη ζωή της. 
  • Οι κεφαλόδεσμοι : στην κερκυραϊκή φορεσιά είναι το επιστέγασμα της γυναικείας εμφάνισης, συναρτώνται με το χτένισμα και διατηρούν πολλές και φανερές διαφορές μεταξύ τους, ώστε να αναγνωρίζεται το χωριό προέλευσης αλλά και η οικογενειακή κατάσταση ή η διαθεσιμότητα της γυναίκας.
  • Τα κοσμήματα : που συνόδευαν τη γαμήλια ή γιορτινή ενδυμασία ήταν πολλά και βαρύτιμα. Για τα σκουλαρίκια μόνο αναφέρονται δεκαπέντε ονομασίες για ισάριθμα είδη! Στόλιζαν, εκτός από τους λοβούς των αυτιών, το λαιμό σαν περιδέραια και γκόλφια (εγκόλπια), το στήθος σαν στηθοβελόνες, σπίλες (καρφίτσες) ή σφίγγλες (καρφίτσες με στρογγυλά σμιλεμένα κεφάλια), τη μέση σαν πόρπες, τους καρπούς μπρατσουλέτα (βραχιόλια) ή οκάνες (χρυσές στρογγυλές βέργες) και τα δάκτυλα. Τα αγόραζαν οι άντρες τους και οι συγγενείς από το εξωτερικό, αλλά κυρίως τα έφτιαχναν οι περίφημοι λαϊκοί κερκυραίοι τεχνίτες. Κατά τη χηρεία τους πετούσαν τα στολίδια και φορούσανε μαύρη μαντήλα, ή μαύρη κορδέλα πάνω στην άσπρη μπόλια της κεφαλής και αν ο άντρας τους πέθαινε νέος, έβαζαν μέσα στο φέρετρο τις κόκκινες κορδέλες του κεφαλόδεσμου.
https://www.youtube.com/watch?v=SKpq218eqNU